υπεροψία

υπεροψία
η / ὑπεροψία, ΝΜΑ [ὑπέροπτος (Ι)]
η ιδιότητα τού υπερόπτη, έπαρση, αλαζονεία, οίηση, ξιπασιά (α. «η υπεροψία του δεν έχει όρια» β. «δόξαν εἰληφὼς ὑπεροψίας», Πλούτ.)
αρχ.
1. περιφρόνηση, καταφρόνια («ὑπεροψίας τῶν συμμάχων», Ισοκρ.)
2. (με θετ. σημ.) αδιαφορία για κάτι επιβλαβές ή κακό («ἐγκράτεια τοίνυν σώματος ὐπεροψία κατὰ τὴν πρὸς θεὸν ὁμολογίαν», Κλήμ. Αλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑπεροψία — ὑπεροψίᾱ , ὑπεροψία contempt fem nom/voc/acc dual ὑπεροψίᾱ , ὑπεροψία contempt fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροψίᾳ — ὑπεροψίαι , ὑπεροψία contempt fem nom/voc pl ὑπεροψίᾱͅ , ὑπεροψία contempt fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεροψία — η η ιδιότητα του υπερόπτη (βλ. λ.), έπαρση, αλαζονεία, ξιπασιά: Το πήρε πάνω του και φέρεται με υπεροψία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπεροψίας — ὑπεροψίᾱς , ὑπεροψία contempt fem acc pl ὑπεροψίᾱς , ὑπεροψία contempt fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροψίαι — ὑπεροψία contempt fem nom/voc pl ὑπεροψίᾱͅ , ὑπεροψία contempt fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροψίαν — ὑπεροψίᾱν , ὑπεροψία contempt fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροψίαις — ὑπεροψία contempt fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροψίη — ὑπεροψία contempt fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρένθος — βρένθος, ο (Α) 1. ονομασία μεγαλοπρεπούς θαλάσσιου πτηνού 2. είδος ωδικού πτηνού 3. αλαζονικός τρόπος, υπεροψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βρένθος, βρενθύομαι αποτελούν λέξεις άγνωστης ετυμολογίας, ενώ ανερμήνευτη παραμένει η μεταξύ τους ακριβής σχέση. Η… …   Dictionary of Greek

  • буесть — (2) 1. Храбрость, отвага, ярость в битве: О моя сыновчя, Игорю и Всеволоде! рано еста начала Половецкую землю мечи цвѣлити, а себѣ славы искати. ...Ваю храбрая сердца въ жестоцемъ харалузѣ скована, а въ буести закалена. 26. А ты, буи Романе, и… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”